τσακίδια

τσακίδια
τα
μέρος όπου τσακίζεται κανείς, όπου γκρεμίζεται: Δεν πας στα τσακίδια;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσακίδια — τα, Ν 1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί 2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. ίδια (πρβλ. πριον ίδια)] …   Dictionary of Greek

  • εκκορώ — ἐκκορῶ ( έω) (Α) 1. σκουπίζω 2. τινάζω, αποβάλλω 3. αρπάζω την κόρη κάποιου 4. φρ. «ἐκκορηθείης σύ γε» άι στα τσακίδια …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”